έλκηθρο

έλκηθρο
Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ. χρησιμοποιείται στις βόρειες χώρες για τη μεταφορά ατόμων ή υλικών και μπορεί να σύρεται από άλογα, σκύλους ή ταράνδους. Στη Λαπωνία ένας ιδιαίτερος τύπος ε., η σκουνιβέντα, είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να μπορεί να το σπρώχνει άνθρωπος. Σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης τα έ. μεταφέρουν ξυλεία, ακόμα και σε εδάφη που δεν είναι καλυμμένα με χιόνια. Το έ. χρησιμοποιείται επίσης στα χειμερινά σπορ, σε χιονισμένους ή παγωμένους στίβους. Ελαφρότερης κατασκευής, αλλά όχι μικρότερης αντοχής, το έ. για σπορ κυλάει επάνω σε ελαφρώς κεκλιμένες ή απότομες πλαγιές, ωθούμενο προς τα κάτω από το βάρος και από την ολισθηρότητα του εδάφους, με κατεύθυνση που καθορίζεται από τη διαμόρφωση της πίστας. Η χρησιμοποίηση του έ. ως κανονικού μέσου μεταφοράς είναι παλαιότερη από τη χρήση του κάρου. Σχετικά νεότερη είναι, αντίθετα, η χρήση του ως σπορ, η οποία χρονολογείται από τον 16ο αι. στην Ελβετία. Από την Ελβετία το σπορ του έ. διαδόθηκε σε όλο το τόξο των Άλπεων και κυρίως στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ιταλία. Προς το τέλος του 18ου αι. στη Ρωσία κατασκευάζονταν τεχνητές πίστες με μικρούς λοφίσκους, πάνω στις οποίες κινούνταν τα έ. Έναν αιώνα αργότερα, πάλι στην Ελβετία, οργανώθηκαν οι πρώτοι αγώνες με έ. και από τότε το σπορ αυτό εξελίχθηκε. Σήμερα διεξάγονται αθλήματα με νεότερους τύπους ε. (μπομπ, σκέλετον κλπ.). Στο πιο δημοφιλές από τα αθλήματα με έ., το bobsleigh, είναι μνημειώδης η ιστορία μιας παρέας φίλων από την Τζαμάικα, που αποφάσισαν να συμμετάσχουν στους χειμερινούς Ολυμπιακούς αγώνες του 1988 στο Κάλγκαρι του Καναδά και –ελλείψει χιονιού στην πατρίδα τους– προπονούνταν στους αμμόλοφους των παραλιών. Η ιστορία αυτή έγινε μάλιστα και θέμα κινηματογραφικής ταινίας με τον τίτλο Cool Runnings. Έλκηθρο του 18ου αι. (Μόναχο, Γερμανικό Μουσείο). Ένας Σέρβος βγαίνει βόλτα στους χιονισμένους δρόμους του Βελιγραδίου με έλκηθρο που σύρεται από σκυλιά, τον χειμώνα του 2000 (φωτ. ΑΠΕ). Γερμανίδες αθλήτριες του «bobsleigh», αθλήματος με έλκηθρο των χειμερινών Ολυμπιακών αγώνων (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και έλκυθρο, το (AM ἕλκηθρον)
νεοελλ.
1. αμάξι που κυλά πάνω στο χιόνι ή στον πάγο χωρίς τροχούς
2. τμήμα τού κιλλίβαντα ορισμένων πυροβόλων με τον οποίο συνδέεται σταθερά ο σωλήνας και παλινδρομεί μαζί του κατά τη βολή γλιστρώντας πάνω στην κοιτίδα
αρχ.
1. ό,τι σέρνεται εδώ κι εκεί
2. τμήμα τού αρότρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έλκηθρο — το μικρό αμάξι χωρίς τροχούς το οποίο με σταθερούς ολισθητήρες σέρνεται στα χιόνια και στους πάγους από σκυλιά ή ταράνδους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Λάπωνες — (λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Πίρι, Ρόμπερτ Έντουιν — (Peary, Κρέσον, Πενσυλβανία 1856 – Ουάσινγκτον 1920). Αμερικανός εξερευνητής. Αφού σπούδασε ναυπηγός, εργάστηκε το 1881 στο σχεδιασμό μιας πλωτής διώρυγας που μελετούσαν να κατασκευάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από τις ατλαντικές ακτές μέχρι τις… …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • έλκυθρο — το βλ. έλκηθρο …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • παγόπλοιο — το έλκηθρο που μοιάζει με μικρή βάρκα εφοδιασμένη με ολισθητήρες και το οποίο κινείται πάνω στον πάγο με πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πλοίο] …   Dictionary of Greek

  • σκίμπομπ — το, Ν άκλ. χειμερινό άθλημα στο οποίο χρησιμοποιείται ένα οδηγούμενο μονοθέσιο έλκηθρο που είναι συνδυασμός ποδηλάτου και σκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”